- ἔπαυσε
- ἔπαῡσε , ἐπαύωshout overaor ind act 3rd sg (homeric ionic)παύωmake to endaor ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ΕΣΣΔ — η Ένωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών, η Σοβιετική Ένωση, ομοσπονδιακό κράτος που ιδρύθηκε το 1922, μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση τού 1917, στα εδάφη τής Ρωσικής Αυτοκρατορίας, και το οποίο έπαυσε ουσιαστικά να υφίσταται το 1991 … Dictionary of Greek
εικονομαχία — Διαμάχη γύρω από το θέμα των ιερών εικόνων, η οποία εξελίχθηκε σε θρησκευτική κρίση, που συντάραξε για έναν και περισσότερο αιώνα (726 843) τη Βυζαντινή αυτοκρατορία. Μπορεί να διαιρεθεί σε δύο περιόδους· η πρώτη αφορά την περίοδο 726 780 και η… … Dictionary of Greek
λέων — I Όνομα λογίων της βυζαντινής περιόδου. 1. Λόγιος και κληρικός (9ος αι.). Σοφός δάσκαλος με ευρεία εγκυκλοπαιδική μόρφωση και σκέψη, άκμασε την εποχή κατά την οποία στο Βυζάντιο σημειώθηκε μια αξιόλογη πνευματική άνθηση επί Θεοφίλου και Μιχαήλ Γ’ … Dictionary of Greek
μαλακίζομαι — (AM μαλακίζομαι) [μαλακός] αυνανίζομαι νεοελλ. 1. κάνω βλακώδεις ενέργειες 2. περνώ άσκοπα τον καιρό μου 3. ενεργ. μαλακίζω αυνανίζω κάποιον 4. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) μαλακισμένος, η, ο α) αποβλακωμένος από τον αυνανισμό β) βλάκας,… … Dictionary of Greek
μαργιά — η προβατίνα που έπαυσε να γεννά, αλλ. σκολάδα … Dictionary of Greek
ξυλάρμενος — η, ο (για πλοίο) αυτό τού οποίου η προωστική διάταξη έπαυσε να λειτουργεί λόγω βλάβης ενώ βρισκόταν εν πλω. επίρρ... ξυλάρμενα με μαζεμένα τα πανιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλο + άρμενο (πρβλ. τριάρμενος)] … Dictionary of Greek
οίφω — οἴφω και σπαν. οἰφῶ, έω (Α) (δωρ. τ.) (για άνδρα) συνευρίσκομαι με γυναίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. οἴφω έχει συνδεθεί με τ. τής ίδιας σημ., όπως αρχ. ινδ. yabhati, αρχ. σλαβ. jebo, ρωσ. jebu. Παρ όλα αυτά, προβλήματα παρουσιάζει η διαφορά ανάμεσα στη… … Dictionary of Greek
παύω — ΝΜΑ 1. τελειώνω, δίνω τέλος, σταματώ 2. (για πρόσ.) συγκρατώ, αναχαιτίζω κάποιον («ἵνα παύσομεν ἄγριον ἄνδρα», Ομ. Ιλ.) 3. (στην προστ.) πάψε και παῡε σταμάτα, τελείωνε, τερμάτιζε (α. «πάψε τα κλάματα» β. «παῡε γόοιο», Ελλην. Επιγραμμ.) νεοελλ. 1 … Dictionary of Greek
πενικιλ(λ)ινάντοχος — ο ιατρ. (για μικρόβιο) αυτός που είναι ή έπαυσε να είναι ευαίσθητος στη δράση τής πενικιλλίνης. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. penicillin resistant < πενικιλλίνη + αντοχή] … Dictionary of Greek
Βίκτωρ Εμμανουήλ — (Victor Emmanuel). Όνομα ηγεμόνων της Σαρδηνίας και της ενωμένης Ιταλίας. 1. Β.Ε. Α’ (1759 – 1824). Βασιλιάς της Σαρδηνίας (1802 14) και δούκας της Σαβοΐας (1814 21). Ήταν συγγενής του Λουδοβίκου IH’ και του κόμη του Αρτουά, του μετέπειτα Καρόλου … Dictionary of Greek